ἀπέριττος

ἀπέριττος
ἀπέριττος
without superfluity
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απέριττος — η, ο (AM ἀπέριττος, ον) αυτός που δεν έχει τίποτε περιττό ή μη αναγκαίο, απλός, λιτός …   Dictionary of Greek

  • απέριττος — η, ο επίρρ. α λιτός, ανεπιτήδευτος: Οι τρόποι του ήταν απλοί κι απέριττοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπεριττότερον — ἀπέριττος without superfluity adverbial comp ἀπέριττος without superfluity masc acc comp sg ἀπέριττος without superfluity neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίττως — ἀπέριττος without superfluity adverbial ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέριττον — ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc sg ἀπέριττος without superfluity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριττοτέρου — ἀπέριττος without superfluity masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριττότεροι — ἀπέριττος without superfluity masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίττοις — ἀπέριττος without superfluity masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίττου — ἀπέριττος without superfluity masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερίττους — ἀπέριττος without superfluity masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”